- τετρωβολιαῖος
- τετρωβολ-ιαῖος, α, ον,A = τετρώβολος, Sch.Ar.Pax253, Suid. s.v. τετρώβολον.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετρωβολιαίος — ον, Α τετρώβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρώβολος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek